απροπόνητος

απροπόνητος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που σε κάτι δεν προπονήθηκε, δεν προασκήθηκε: Πήρε μέρος στο αγώνισμα απροπόνητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απροπόνητος — η, ο αυτός που δεν έχει προπονηθεί ή ασκηθεί προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • ασυγγύμναστος — ἀσυγγύμναστος, ον (Α) [συγγυμνάζω] ανάσκητος, απροπόνητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”